Σε σύγκριση με τα υφιστάμενα συστήματα διασφάλισης ελαχίστου εισοδήματος, αναμφίβολα το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του βασικού εισοδήματος είναι ότι καταβάλλεται στο ίδιο ύψος ανεξαρτήτως εισοδήματος, τόσο σε πλούσιους όσο και σε φτωχούς. Στην απλούστερη εκδοχή τους, τα υφιστάμενα συστήματα καθορίζουν ένα ελάχιστο εισόδημα για κάθε είδος σπιτικού (ανύπαντρος ενήλικας, ζευγάρι χωρίς παιδί, ανύπαντρος γονέας με ένα παιδί κτλ.), υπολογίζεται το πραγματικό εισόδημα κατά περίπτωση και η διαφορά του πραγματικού εισοδήματος προς το καθορισθέν ελάχιστο εισόδημα καταβάλλεται με τη μορφή μετρητών. Υπό αυτήν την έννοια, τα υφιστάμενα συστήματα λειτουργούν ex post (δηλαδή βάσει ανάλυσης της παρελθούσας κατάστασης) και συγκεκριμένα βάσει του υπολογισμού του, έστω προσωρινού, εισοδήματος του ενδιαφερόμενου. Αντιθέτως, το σύστημα βασικού εισοδήματος λειτουργεί ex ante (δηλαδή βάσει οικονομικών προβλέψεων), ανεξαρτήτως από οποιοδήποτε έλεγχο εισοδήματος. Το επίδομα καταβάλλεται πλήρως τόσο σε αυτούς που υπερβαίνουν τα ελάχιστα εισοδήματα όσο και σε αυτούς που υπολείπονται αυτών. Κανένα άλλο κριτήριο δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του ατομικού επιδόματος: ούτε το άτυπο εισόδημα, ούτε πιθανή βοήθεια από συγγενείς, ούτε η αξία της περιουσίας. Φορολογήσιμες πηγές εισοδήματος δύνανται να φορολογούνται με υψηλό συντελεστή προκειμένου να χρηματοδοτούν το βασικό εισόδημα. Όμως το σύστημα «φορολογίας-επιδομάτων» δεν θα στηρίζεται πλέον σε μια διφορούμενη ερμηνεία των «μέσων διαβίωσης», ήτοι μια ευρεία ερμηνεία για τους φτωχούς, κατ’ εφαρμογήν της οποίας περικόπτονται τα ευεργετήματα, και μιας περιοριστικής για τους πλούσιους, βάσει της οποίας συλλέγεται ο φόρος εισοδήματος.Βλ. επίσης: Ακριβό καθότι ανεξάρτητο του εισοδήματος, μη αιρεσιμότητα βάσει συνθηκών διαβίωσης, Αρνητικός φόρος εισοδήματος, Συμμετοχικό εισόδημα