Προσεκτικότερη εξέταση αποκαλύπτει ότι αυτή η υπόθεση στηρίζεται σε σαθρό έδαφος. Ας υποθέσουμε αρχικά ότι η αξιολόγηση με βάση την εργασία, έχει σχεδιαστεί ως μια υποχρέωση να αποδέχεται ο εργαζόμενος την εργασία που του προσφέρεται από κάποιον εργοδότη (στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα), ο οποίος ενδιαφέρεται να λάβει υπηρεσίες για τα χρήματα που θα δώσει. Αν ο εργαζόμενος δεν έχει καμία επιθυμία να λάβει ή να κρατήσει τη δουλειά, η αναμενόμενη και η πραγματική παραγωγικότητά του είναι απίθανο να είναι τέτοια ώστε ο εργοδότης να θέλει να τον προσλάβει και να τον κρατήσει. Όμως, αν ο εργαζόμενος είναι επίσημα διαθέσιμος για εργασία, το γεγονός ότι δεν έχει προσληφθεί ή ότι έχει απολυθεί (λόγω της πολύ χαμηλής παραγωγικότητα, και όχι κάποιου παραπτώματος), δεν μπορεί να τον αποκλείσει από ένα εγγυημένο εισόδημα που αξιολογείται με βάση την εργασία, περισσότερο από ό,τι από ένα άνευ όρων βασικό εισόδημα. Η μόνη πραγματική διαφορά μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου είναι απλά ότι το πρώτο αποτελεί χάσιμο χρόνου των εργοδοτών και των εργαζομένων. Εναλλακτικά, ας υποθέσουμε ότι η αξιολόγηση με βάση την εργασία έχει σχεδιαστεί ως μια υποχρέωση ώστε να αποδεχθεί ο εργαζόμενος μια εφεδρική εργασία που παρέχεται από το κράτος, για αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Η συγκέντρωση όσων δεν μπορούν να βρουν εργασία και όσων δεν έχουν κίνητρα, δεν είναι η συνταγή για υψηλή παραγωγικότητα, και μάλιστα ανεξάρτητα από τη μακροπρόθεσμη ζημιά στο ηθικό όσων «επιστρατεύτηκαν» και στην εικόνα του δημόσιου τομέα, το καθαρό κόστος της τοποθέτησης αυτής απείθαρχης ανθρώπινης μάζας μέσα στην μούχλα της ανταποδοτικής κρατικής πρόνοιας θα ήταν σχεδόν και μετά βίας χαμηλότερο από την φυλακή, με το κόστος της εποπτείας και διόρθωσης των σφαλμάτων να επισκιάζει την συνεισφορά των εργαζομένων που δεν θέλουν να εργαστούν στο εθνικό προϊόν. Το οικονομικό κίνητρο για την αξιολόγηση με βάση την εργασία, είναι περίπου τόσο ισχυρό όσο το οικονομικό κίνητρο για τις φυλακές.